ερμαφροδιτισμός

ερμαφροδιτισμός
Η εμφάνιση των γεννητικών οργάνων και των δύο φύλων σε ένα και το αυτό άτομο. Ένα ζώο αυτού του τύπου (ερμαφρόδιτο) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αρσενικό ούτε ως θηλυκό, αλλά θεωρείται ότι ανήκει και στα δύο φύλα· στο άτομο αυτό η ωρίμανση και των δύο γεννητικών κυττάρων γίνεται κατά τρόπο κανονικό σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ερμαφρόδιτοι είναι, για παράδειγμα, οι ολιγόχαιτοι και τα βδελλοειδή από τους δακτυλιοσκώληκες, οι πλατυέλμινθες και ορισμένα ψάρια. Ο ε. μπορεί να παρατηρηθεί και στα σπονδυλόζωα ως μια ανώμαλη κατάσταση· ονομάζεται ακριβέστερα και γυνανδρομορφισμός. Στη βοτανική ονομάζονται ερμαφρόδιτα τα φυτά –και κυρίως τα άνθη– στα οποία συνυπάρχουν γενετικά όργανα θήλεα και άρρενα. Το άνθος στην πληρέστερη μορφή του, που είναι και η πιο διαδεδομένη στη φύση, διαθέτει όργανα και των δύο φύλων, δηλαδή στήμονες και ύπερο –γι’ αυτό και παίρνει την ονομασία μονόκλινο (αρρενοθήλεο). Ωστόσο, η φύση δεν ευνοεί σε αυτά τα άνθη την αυτογονιμοποίηση· αντίθετα, διευκολύνει τη σταυρογονιμοποίηση, δηλαδή τη συνάντηση της γύρης με τα θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα ενός άλλου άνθους του ίδιου είδους.
* * *
ο [ερμαφρόδιτος]
βιολ. η συνύπαρξη στον ίδιο οργανισμό αρσενικών και θηλυκών γεννητικών κυττάρων ή οργάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερμαφροδιτισμός — ερμαφροδιτισμός, ο και ερμαφροδισία, η η ύπαρξη αρσενικών και θηλυκών γεννητικών οργάνων στο ίδιο άτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερμαφροδισία — η [ερμαφρόδιτος] βλ. ερμαφροδιτισμός …   Dictionary of Greek

  • ερμαφρόδιτος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης. Το διπλό φύλο του (που φαίνεται και από το όνομά του) οφείλεται, κατά τον αρχαίο μύθο, στη συγχώνευσή του με τη νύμφη Σαμαλκίδα, η οποία τον είχε ερωτευτεί. Η μυθολογική αυτή αφήγηση… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”